-
1 ἠνορέα
ἠνορέα, ἡ, ep. ἠνορέη, dor. ἀνορέα (ἀνήρ), Mannhaftigkeit, Muth u. Kraft, ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν II. 8, 226; ἄλκῃ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεϑα Od. 24, 509; Pind. auch im plur., ἀνορέαις ὑπερτάταις N. 3, 34; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 189; Coluth. 140; – Il. 6, 156 ἠνορέην ἐρατεινὴν ὤπασαν, edle Mannhaftigkeit, männliche Schönheit; – ὕδατος, Kraft, Ep. Ael. N. A. 10, 40.
См. также в других словарях:
ανόρεος — ἀνόρεος, α, ον (Α) ανδρικός, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνορέη (δωρ. ανορέα, αιολ. *ᾱνορέα < ανορία < ανήρ), ποιητ. τ. αντί ανδρεία] … Dictionary of Greek